σπείρητε

σπείρητε
σπείρω
sow
aor subj act 2nd pl
σπείρω
sow
pres subj act 2nd pl
σπειράομαι
to be coiled
pres imperat act 2nd pl
σπειράομαι
to be coiled
pres ind act 2nd pl
σπειράομαι
to be coiled
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεώ — (I) νεῶ, άω (Α) 1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ άμφοτέρας τὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”